- ἐπικέρδεια
- ἐπικέρδ-εια, ἡ,II. interest, PGiss.53.4 (iv A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικέρδεια — ἐπικέρδεια, ἡ (AM) 1. το κέρδος που αποκτάται από εργασία, κυρίως εμπορική 2. το επί πλέον κέρδος … Dictionary of Greek
ἐπικερδείας — ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem acc pl ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικέρδειαν — ἐπικέρδεια interest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)