ἐπικέρδεια

ἐπικέρδεια
ἐπικέρδ-εια, ,
A = ἐπικέρδια (q.v.), Peripl.M.Rubr.49, Philostr.Her.19.14: pl., Ph. 2.11.
II. interest, PGiss.53.4 (iv A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικέρδεια — ἐπικέρδεια, ἡ (AM) 1. το κέρδος που αποκτάται από εργασία, κυρίως εμπορική 2. το επί πλέον κέρδος …   Dictionary of Greek

  • ἐπικερδείας — ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem acc pl ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέρδειαν — ἐπικέρδεια interest fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”